- ἀπότριψις
- ἀπό-τριψις, εως, ἡ,A mashing, PSI4.332.24 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπότριψις — mashing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίψει — ἀπότριψις mashing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτρίψεϊ , ἀπότριψις mashing fem dat sg (epic) ἀπότριψις mashing fem dat sg (attic ionic) ἀποτρί̱ψει , ἀποτρίβω wear out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποτρί̱ψει , ἀποτρίβω wear out fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίψεις — ἀπότριψις mashing fem nom/voc pl (attic epic) ἀπότριψις mashing fem nom/acc pl (attic) ἀποτρί̱ψεις , ἀποτρίβω wear out aor subj act 2nd sg (epic) ἀποτρί̱ψεις , ἀποτρίβω wear out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότριψιν — ἀπότριψις mashing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίψῃ — ἀποτρίψηι , ἀπότριψις mashing fem dat sg (epic) ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out aor subj mid 2nd sg ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out aor subj act 3rd sg ἀποτρί̱ψῃ , ἀποτρίβω wear out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)